- αιπυδολωτης
- αἰπυδολωτήςαἰπυ-δολωτής2необычайно хитрый, коварный
(λυμάντορες Timon ap. Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λυμάντορες Timon ap. Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιπυδολωτής — αἰπυδολωτής, ο (Α) στο έπακρο δολερός, παμπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπὺς + *δολωτής < δολῶ ( όω)*] … Dictionary of Greek